προαγωνιστάς

προαγωνιστάς
προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής
one who fights for
masc acc pl
προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής
one who fights for
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαγωνιστής — ο, ΝΑ [προαγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ. β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.) νεοελλ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”